κνημώδης

κνημώδης
κνημ-ώδης, ες,
A well-legged, gloss on κνήμαργος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνημώδης — well legged masc/fem acc pl (attic epic doric) κνημώδης well legged masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κνημώδης well legged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημώδης — κνημώδης, ῶδες (Α) [κνήμη] κνήμαργος*. παχύκνημος …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”